- αποκουτιαίνω
- 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < από -* + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) -ιαίνωπρβλ. ξεκουτιαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκουτιαίνω — ιανα, ιάθηκα. 1. μτβ., κάνω κάποιον να αποβλακωθεί: Τον αποκούτιανε τον άνθρωπο με τις ανοησίες του. 2. αμτβ., αποβλακώνομαι: Ο γιος μας φοβούμαι πως αποκούτιανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμωραίνω — 1. καθιστώ κάποιον εντελώς μωρό, τελείως ανόητο, αποκουτιαίνω 2. (συν. το μέσ.) ξεμωραίνομαι χάνω τον λογικό έλεγχο τών πράξεων μου, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, γίνομαι ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μωραίνω* (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)